- αὐτενέργεια
- αὐτενέργειαself-moving energyfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτενέργεια — Ενέργεια που προέρχεται από την ελεύθερη θέληση ή την παρόρμηση του ατόμου και δεν οφείλεται σε ξένη επίδραση. Κατά τους ψυχολόγους α. είναι το είδος εκείνο της πράξης που προέρχεται από το ελεύθερο εγώ, είναι δηλαδή άμεση έκφρασή του. * * * η (Μ … Dictionary of Greek
αυτενέργεια — η το να ενεργεί κανείς αυτόβουλα κι όχι κινούμενος από άλλους: Πραγματική μάθηση δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτενέργεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτενέργειαι — αὐτενέργεια self moving energy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτενέργειαν — αὐτενέργεια self moving energy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον … Dictionary of Greek
ετεροκίνητος — η, ο (ΑΜ ἑτεροκίνητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να κινηθεί μόνος του αλλά υπό την επίδραση εξωτερικής δυνάμεως («η ανόργανη ύλη είναι ετεροκίνητη») νεοελλ. αυτός που δεν έχει πρωτοβουλία ή αυτενέργεια αλλά δρα σύμφωνα με τη θέληση άλλου … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek
Γόρτυς — Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Αρκαδίας χτισμένη στις όχθες του ποταμού Γορτυνίου. Αναφέρεται επίσης με την ονομασία Γόρτυνα. Από τα ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν το 1941 Γάλλοι αρχαιολόγοι, φαίνεται ότι η πόλη ή… … Dictionary of Greek